κουτά

κουτά
επίρρ. βλ. κουτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κούτα — η μεγάλο κουτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ α, κουτάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • κούτρα — η 1. το μέτωπο, το κούτελο 2. συνεκδ. το κεφάλι 3. φρ. α) «ό,τι κατεβάσει η κούτρα μου» ό,τι σκεφθώ, ό,τι μού κατέβει β) «κατεβάζει η κούτρα του» είναι έξυπνος 4. παροιμ. «αλί που τό χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες» τα φυσικά ελαττώματα δεν… …   Dictionary of Greek

  • μωρονοώ — μωρονοῶ, έω και μωρονέω (Α) σκέπτομαι με ανόητο, ασύνετο τρόπο, σκέπτομαι κουτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + νοῶ] …   Dictionary of Greek

  • χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… …   Dictionary of Greek

  • επίθημα — το, ατος 1. κάλυμμα, σκέπασμα, καπάκι. 2. αναποδογυρισμένη κόλουρη πυραμίδα, τοποθετημένη πάνω στα κιονόκρανα των παλαιοχριστιανικών ναών. 3. (γραμμ.), μονοσύλλαβη ή πολυσύλλαβη κατάληξη που μπαίνει στο τέλος του θέματος των λέξεων για σχηματισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”